αγιόξυλο

αγιόξυλο
το
το ξύλο του φυτού πύξου· σπν. το τιμιόξυλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιόξυλο — το 1. το ξύλο τού Τιμίου Σταυρού, από το οποίο κατασκευάζονται φυλαχτά. Τα φυλαχτά αυτά, όπως πιστεύεται, προστατεύουν αυτούς που τά φορούν από κάθε κακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”